Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Kαταραμένοι Ποιητές





Θαμποί από την  αχλύ του μυστηρίου σαν ήρωες ανεξήγητων θανάτων, ζήσαν στιγματισμένοι από την ανθρώπινη καταφρόνια, όμως γινήκαν ποιητές. Απεκλήθησαν καταραμένοι γιατί αγάπησαν το σκότος και η λιγοστή ζωή τους κύλησε στο περιθώριο. Για να ξεφύγουν από τη χαμέρπεια της θνητότητας στράφηκαν στο αψέντι και στο όπιο, η λογική κάποιων διασαλεύθηκε. Ελάχιστοι κέρδισαν την υστεροφημία και έγιναν σημεία αναφοράς στην παγκόσμια ποιητική Οι περισσότεροι όμως κείτονται ακόμα στο ημίφως ή ακόμα και στη λήθη του κοιμητηρίου των ξεχασμένων, αγνοημένων ποιητών,τους  οποίους ύμνησε ο Καρυωτάκης με τη «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων».

Για την ιστορία ή  φράση «καταραμένος ποιητής»  «poet maudit» στα γαλλικά καθιερώθηκε από τον Αλφρέντ ντε Βινύ ο οποίος στο  δραματουργικό έργο του (1832) Stello αποκαλεί συλλογικά τους ποιητές ως την ράτσα των καταραμένων από τους ισχυρούς της γης.

Ξεφυλλίζοντας μια ανθολογία καταραμένων ποιητών, ερχόμαστε σε επαφή με το πολυτάραχο, ομιχλώδη, πένθιμο ή και μακάβριο βίο , αυτών που διέσπειραν το κήρυγμα της καθολικής άρνησης του συμβατικού, αυτών που στράφηκαν στην αναζήτηση του χαμένου παράδεισου  περνώντας μέσα από τις ερεβώδεις ατραπούς της απόλυτης κόλασης.


Μολονότι η δράση των καταραμένων ποιητών στιγματίζει τον 19ο αιώνα, τα βήματα του πρωτοπόρου του είδους Φρανσουά Βιγιόν  μας ταξιδεύουν στο μεσαίωνα (1431-1474).  Ο Βιγιόν συνειδητοποιεί το χάσμα του από τα ανθρώπινα. "Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος", γράφει χαρακτηριστικά. Σήμερα θεωρείται ο πρώτος μεγάλος λυρικός ποιητής της Γαλλίας. Στο έργο του διακρίνεται η θλίψη, ο σαρκασμός, η συγκίνηση και το κωμικό στοιχείο. Χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και δύναμη έμπνευσης.





Ένας από τους περισσότερο διαβασμένους Ευρωπαίους ποιητές σήμερα ο  Charles Baudelaire (1821-1867) στην εποχή του έγινε κατανοητός από ελάχιστους.  Μάλιστα εξ’ αιτίας της ποιητικής συλλογής «Τα άνθη του Κακού » (1857) καταδικάστηκε για προσβολή της δημοσίας αιδούς, και έξι από τα ποιήματα του απαγορεύτηκαν. Στο έργο του Μπωντλαίρ «του Δάντη της παρηκμασμένης εποχής» έντονος είναι ο πεσσιμισμός ένεκα της μελαγχολίας, της ανίας, της νοσταλγίας  και της πεισιθάνατης διάθεσης που συνέχει τα στιχουργήματα . Οι ήρωες ταλαντεύονται μεταξύ των σκοτεινών δυνάμεων του καλού και του κακού, καθώς Έρως και Θάνατος, Θεός και Σατανάς κινούν τα νήματα , αλληλοσυγκρουόμενοι και συχνά συνοδοιπορούντες. Ο Baudelaire σημάδεψε την παγκόσμια ποίηση και επηρέασε τους Ρεμπώ, Βερλαίν , Μαλαρμέ,  Βαλερί και φυσικά τον Κώστα Καρυωτάκη ο οποίος  μετέφρασε στιχουργήματά του.




Ο Paul Verlain (1844-1896) συνδέθηκε με τη σχολή του παρνασσισμού και αργότερα σημάδεψε τη στροφή από το ρομαντισμό στο συμβολισμό και ηγήθηκε του κινήματος της Παρακμής που απέβλεπε στην απελευθέρωση της τέχνης από κάθε ηθικό δεσμό. Η ποίηση του Verlain  χαρακτηρίζεται  από μουσικότητα η οποία επιτυγχάνεται μέσα από παρηχήσεις, συνηχήσεις και ανομοιοκατάληκτους στίχους. Παρά το γεγονός πως το έργο του επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση του συμβολισμού, ο ίδιος αργότερα τον αποκήρυξε, καθώς το κίνημα απέκλινε ακόμα περισσότερο από τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, ενώ ο Βερλαίν υποστήριζε την αναγκαιότητα ορισμένων, όπως για παράδειγμα της ομοιοκαταληξίας του στίχου. Στη βιογραφία “Les Poets Maudits” που ο Βερλαίν εκπόνησε  περιλαμβάνεται υλικό για έξι ποιητές, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και οι  Μαλαρμέ και Ρεμπό.


O Αrthur Rimbault (1854-1891) , θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του συμβολισμού με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην ηλικία μόλις  των είκοσι ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές Εκλάμψεις και Μια Εποχή στην Κόλαση. Σύμφωνα με τον Ρεμπώ, ο αληθινός ποιητής αποτελούσε ένα είδος προφήτη, ικανού να διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα, εφευρίσκοντας το άγνωστο. Ως χρέος του, αντιλαμβανόταν τη γνωριμία με τον εαυτό του, την καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής του, ώστε τελικά να δημιουργήσει μία «οικουμενική γλώσσα». Συχνα το ύφος των στιχουργημάτων του γίνεται παραισθησιακό, παραληρηματικό .Ύστερα από τη διατάραξη της σχέσης του με τον Βερλαίν επέλεξε τη ζωή του πλάνητα τυχοδιώκτη, ασκώντας παροδικά τα επαγγέλματα του ναυτικού, του μισθοφόρου, του έμπορου και του εξερευνητή.



Ο Ισιντόρ Ντυκάς γνωστότερος ως Λοτρεαμόν (1846-1870) συνέγραψε τα  Άσματα του Μαλντορόρ και τη συλλογή «Ποιήματα». Τα Άσματα του Μαλντορόρ, αν και ολοκληρώθηκαν περίπου το καλοκαίρι του 1869, δεν δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε ο Λωτρεαμόν, είτε λόγω του φόβου του εκδότη του για μια πιθανή ποινική δίωξη, καθώς το περιεχόμενο των έξι ασμάτων που ήταν γραμμένα σε πεζό λόγο αλλά είχαν ποιητικό  χαρακτήρα, ήταν ιδιαίτερα προκλητικό. Ο Λωτρεαμόν που πέθανε σε ηλικία 24 ετών  πιθάνοτατα από κάποια μολυσματική ασθένεια λογίζεται ένας από τους προγόνους του υπερρεαλιστικού κινήματος.



Ο Στεφάν Μαλαρμέ (1842-1898) ήταν Γάλλος συμβολιστής ποιητής και κριτικός που επηρεάστηκε από τον Μπωντλαίρ και τον Έντγκαρ Άλαν Πόε. Τα πιο διάσημα έργα του είναι: Το απόγευμα ενός φαύνου , η Ηρωδιάς και ο Ο Ίγκιτουρ ή Η τρέλα του Ελβενόν. 

Ο Τριστάν Κορμπιέρ (1845-1875) δημοσιεύει το 1873 τη μοναδική του ποιητική συλλογή Οι κίτρινες αγάπες, η οποία παραμένει στο περιθώριο.

Στη σύντομη αυτή αναδρομή δεν πρέπει να λησμονήσουμε τον Άγγλο Ουίλιαμ Μπλέηκ  (1757-1827), οι οραματισμοί του οποίου εκλαμβάνονταν από την πλειοψηφία ως δείγμα παραφροσύνης, τον ρομαντικό φιλέλληνα Βύρωνα  (1788-1824) τον εκπρόσωπο του αμερικανικού ρομαντισμού και τον πατέρα της λογοτεχνίας του μακάβριου Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1849). Από τους έλληνες ποιητές καταραμένος ποιητής  λογίζεται ο  Κώστας  Καρυωτάκη (1896-1928). ο οποίος υπό την επίδραση του γαλλικού ρομαντισμού και συμβολισμού , καυτηρίασε με τρόπο ελεγειακό και  σαρκαστικό τα αδιέξοδα της Ελλάδας του μεσοπολέμου , οι σύγχρονοί του Ρώμος Φιλύρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης , Μαρία Πολυδούρη και φυσικά η Κατερίνα Γώγου. 


Κλείνοντας το τρέχον αφιέρωμα δεν πρέπει να λησμονήσουμε και τους άδοξους  κήρυκες της ποιήσεως που βυθίστηκαν στην αδυσώπητη τάφρο του χρόνου , χωρίς να τους χαριστεί ούτε ένα κλωνάρι δυόσμος.  



Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Καλαμάτα ΄21 ή όταν ο επαρχιωτισμός των γραικύλων καθίσταται πτωχαλαζονεία








Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
                                                    στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.

                                                           Γεώργιος Σουρής (1853-1919)



Όσον αφορά στην στήριξη της υποψηφιότητας της Καλαμάτας για την διεκδίκηση της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης 2021:


Ευχαριστώ για την πρόσκληση ,αλλά δεν συμμετέχω .Δεν αναγνωρίζω σε κανέναν οικονομικό και πολιτικό δολοφόνο το δικαίωμα της αποτίμησης του πολιτισμού και των υποδομών της πόλης που κατοικώ, όταν η Μεσόγειος καθίσταται ένα απέραντο νεκροταφείο κατατρεγμένων συνανθρώπων μας λόγω της αδράνειας- συνενοχής των ηγετών της Ε.Ε ή όταν αυτόνομες χώρες από ισότιμα μέλη μιας οικονομικής ,κοινωνικής και πολιτικής ένωσης, καθίστανται αποικίες χρέους.


Συν τοις άλλοις θεωρώ λαϊκισμό την ύπαρξη του θεσμού της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης καθώς δεν πιστεύω σε παραμυθίες και πρόσκαιρες δράσεις. Αλήθεια, μόλις παρέλθει ο χρόνος και σβήσουν τα φώτα τι θα γίνει; Αλήθεια, τι εντυπώσεις άφησε ο θεσμός της "πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης" σε Θεσσαλονικείς (1997) και Πατρινούς (2006).


Ο πολιτισμός μιας πόλης βρίσκεται στα μικρά , καθημερίνα πράγματα , πηγάζει από τη στάση ζωής των δημοτών , τη συμπεριφορά των επαγγελματιών σε γηγενείς και επισκέπτες, τις δράσεις των πολιτικών ταγών...


Για ποιά πολιτιστική στάθμη μιλάμε την ώρα που α) οι λακκούβες κατακλύζουν το κέντρο της πόλης απειλώντας την υγεία ηλικιωμένων και ευπαθών κοινωνικών ομάδων, β) οι δρόμοι θυμίζουν ... Βενετία με την πρώτη σταγόνα της βροχής , γ) ο τόπος μας ασφυκτιά από τη δυσοσμία των αμάζευτων σκουπιδιών που συσσωρεύονται στους κάδους , δημιουργώντας εστίες μόλυνσης ανά τακτά χρονικά διαστήματα ακόμα και στο ιστορικό κέντρο της πόλης .


Τέλος, η βελτίωση και η προώθηση της πόλης μας εντός και εκτός Ελλάδος είναι έργο δικό μας και όχι αποτέλεσμα της έγκρισης εγχώριων και αλλότριων αφεντικών. Δεχόμενος την έγκρισή τους, αυτομάτως γίνομαι υποτελής τους, αναγνωρίζοντας την πολιτιστική τους πρωτοκαθεδρία.


Συν τοις άλλοις αγνοώ τα κριτήρια με τα οποία θα αποφανθούν υπέρ ή κατά της υποψηφιότητας της πόλης μου ή κάποιας άλλης.


Λυπάμαι αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα καταστώ πτωχοπρόδρομος, ζητώντας ψιχία και παπικές βούλες από τους Ευρωπαίους.


Αυτά τα ολίγα από εμένα, ευχαριστώ για τον χρόνο σας.


Κωστέας κωνσταντίνος

Φιλόλογος

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Μια σύντομη εισαγωγή στο φαινόμενο της ποιητικής τέχνης

Αφορμή της πρωτόγνωρης για τον χώρο που μας φιλοξενεί βραδιάς, είναι ο εορτασμός της παγκόσμιας ημέρας της ποίησης στις 21 Μαρτίου.[1] Για την ιστορία, θυμίζουμε ότι η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης ξεκίνησε από την Ελλάδα, ύστερα από μια πρόταση του ποιητή Μιχαήλ Μήτρα προς την Εταιρεία Συγγραφέων το 1997. Η   ποιήτρια Λύντια Στεφάνου πρότεινε ως ημέρα εορτασμού την 21η Μαρτίου, την ημέρα της εαρινής ισημερίας  που συνδυάζει το φως από τη μία και το σκοτάδι από την άλλη, όπως η ποίηση, που συνδυάζει το φωτεινό της πρόσωπο της αισιοδοξίας με το σκοτεινό πρόσωπο του πένθους. Τον Οκτώβριο του 1999, ύστερα από σχετική πρόταση του  λογοτέχνη και τότε  εκπροσώπου της χώρας μας στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO στο Παρίσι, η 21η Μαρτίου ανακηρύχθηκε Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.  Το ποιητικό βάρος της ημέρας ήταν ούτως ή άλλως τεράστιο καθώς πέραν του ερχομού της πολυπόθητης για το ξανάνιωμα της φύσης άνοιξης, η ημέρα αυτή μνημονεύεται και ως «Η Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων» από το 1966.

Για την ποίηση έχουν γραφεί πολλά το μόνο σίγουρο είναι ότι είναι μια αρχέγονη λειτουργία της φύσης που καθορίζει την παρουσία του ανθρώπου από τα πρώτα του βήματα στη γη, καθώς τα πρώτα ποιήματα είναι οι ύμνοι που απευθύνει ο άνθρωπος στο θείο, οι κραυγές του πολέμου, ο θρήνος του θανάτου και τα ξεσπάσματα χαράς. Με το πέρασμα του χρόνου η ποίηση  αποκτά ρυθμό και μέτρο, απαγγέλλεται η άδεται με τη συνοδεία μουσικής. Πατέρας και δάσκαλος όλων των ποιητών λογίζεται ο Όμηρος . «Αν κάποιος μάθει ελληνικά μπορεί να βρει όλη σχεδόν την ποίηση στον Όμηρο» δηλώνει  ο Esra Paound, ένας απ΄τους πλέον πολυδιαβασμένους ποιητές του 20ου αιώνα . Το ηρωικό έπος του Ομήρου διαδέχτηκε το διδακτικό έπος του Ησιόδου και η λυρική ποίηση με εξέχοντες εκπροσώπους τη Σαπφώ, τον Αλκαίο, τον Πίνδαρο και τον Αρχίλοχο. Ενώ από τις φωτεινότερες δημιουργίες της παγκόσμιας σκέψης είναι η τραγική ποίηση του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και η κωμωδία των Αριστοφάνη και Μένανδρου απότοκα της κλασικής Αθήνας του  μεγαλούργησε μετά τη νίκη στα Μηδικά τον 5ο προχριστιανικό αιώνα . Πολλά είναι τα ονόματα που ξεχωρίζουν στην παγκόσμια ποιητική σκηνή , άξιοι αναφοράς είναι οι Σαίξπηρ, Δάντης,  Γκαίτε, Ουγκώ, οι καταραμένοι ποιητές Πόε , Μπωντλαίρ και Ρεμπώ . Τον περασμένο αιώνα μεγαλούργησαν οι Έλιοτ, Πάουντ, Λόρκα, Μπρεχτ, Νερούδα, Μπόρχες , ενώ τελευταία μας απασχολεί πολύ η γενιά των αμερικανών  ποιητών της αντισυμβατικής  γενιάς μπητ  ( beat generation ή beatnics) Μπάροουζ, Κέρουακ και Γκινσμπεργκ.

Η περίοδος ακμής της σύγχρονης ελληνικής ποίησης ξεκινά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης , όταν τα κατορθώματα των Ελλήνων υμνούν  οι επτανήσιοι Διονύσιος Σολωμός και Ανδρέας Κάλβος βοηθώντας στην ανάπτυξη του φιλελληνισμού. Με τη σύσταση του ελληνικού κράτους (1830) ποίηση γράφουν οι φαναριώτες διανοούμενοι όμως η ποίηση τους γράφεται κυρίως στην καθαρεύουσα και κουράζει λόγω της ατημέλητης μορφής και της πεισιθάνατης διάθεσης σε αντίθεση με τον Σολωμό που γράφει στη γλώσσα των ανθρώπων της υπαίθρου καθιερώνοντας τη δημοτική ως πανελλήνια ποιητική γλώσσα. Τους ρομαντικούς διαδέχεται η γενιά του 1880 με εξέχοντα εκπρόσωπο τον βάρδο του μεγαλοϊδεατισμού Κωστή Παλαμά.

Το 1903 γίνεται γνωστός στην Αθήνα ένας Έλληνας ποιητής της διασποράς ο Αιγυπτιώτης  Κωνσταντίνος Καβάφης ο οποίος με όπλο του τις μεταμορφώσεις σε διάφορα ποιητικά προσωπεία , τα ταξίδια σε σκοτεινές στιγμές της ιστορίας, την υποβλητικότητα, τον διδακτικό τόνο, τη θεατρικότητα  και την πρωτόγνωρη στα παγκόσμια γράμματα καβαφική ειρωνεία λαμβάνει αμφιλεγόμενες κριτικές, όμως με το πέρασμα του χρόνου καταξιώνεται ως  ο  πλέον διαβασμένος Έλληνας ποιητής παγκοσμίως. Καινά δαιμόνια στο χώρο της ελληνικής ποίησης επίσης εισήγαγαν ο λυρικός και μεγαλόπνοος Άγγελος Σικελιανός ο  πρωτοπόρος της επαναστατικής τέχνης  στην Ελλάδα Κώστας Βάρναλης και ο «ιδανικός αυτόχειρας » της γενιάς του μεσοπολέμου Κώστας Καρυωτάκης. Στη συνέχεια τη σκυτάλη παίρνει η ρηξικέλευθη γενιά του ’30 με κύριους εκπροσώπους τους νομπελίστες Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη, τον βραβευμένο με βραβείο Λένιν Γιάννη Ρίτσο , τους υπερρεαλιστές Ανδρέα Εμπειρίκο και Νίκο Εγγονόπουλο και τον ποιητή των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων Νίκο Καββαδία. Τέλος στην πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά εντάσσονται ποιητές όπως ο Μανώλης  Αναγνωστάκης, ο Τάσος Λειβαδίτης ,ο Τίτος Πατρίκιος και ο νεουπαρρεαλιστής Μίλτος Σαχτούρης οι οποίοι βιώνουν τις ταραχώδεις εποχές της Κατοχής, της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου και μέσω της τέχνης τους προσπαθούν να ανατάμουν τις αιτίες της ήττας και της διάψευσης των οραμάτων τους και να βρουν διέξοδο απ’ τα μετεμφυλιακά πάθη.

Οι τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζονται αντιποιητικές λόγω της στροφής του εκδοτικού και αναγνωστικού ενδιαφέροντος σε άλλα λογοτεχνικά είδη , ακόμα και σήμερα όμως γράφεται ποίηση . Η αποστολή της όμως  είναι δύσκολη καθώς δεν πρέπει απλώς να γίνει απτή στο πλατύ κοινό αλλά και να δώσει απαντήσεις για τα ζητήματα που μας ταλανίζουν στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε.
Τελικά όμως τι είναι ποίηση; Νομίζω πως το ερώτημα είναι δύσκολο. Πολλοί έχουν μιλήσει για την ποίηση, άλλοι την έχουν χρησιμοποιήσει για να επουλώσουν τις πληγές τους. Κάποιο αγάπησαν με πάθος την ποίηση και άλλοι τη θεώρησαν σαν μια πλάνη που ταιριάζει σε αλαφροΐσκιωτους. Υπάρχουν και αυτοί που την απαξίωσαν ή συνέβαλαν στην απαξίωση της. Πηγή της ποίησης της δημιουργίας (αν εξετάσουμε ετυμολογικά τη λέξη)  είναι  η  έμφυτη ανάγκη των έμβιων όντων για  κίνηση και επικοινωνία με τους γύρω τους. Ο άνθρωπος προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα έκανε τέχνη την αντανάκλαση της ανθρώπινης σκέψης στο χαρτί .Το αποτέλεσμα είναι μεγαλειώδες.
Αν έπρεπε να δώσω έναν ορισμό για την ποίηση θα έλεγα ότι «η ο ποίηση είναι η τέχνη που φέρνει στο φως και διασώζει στο διηνεκές όσα έχουν γραφτεί με αίμα». Καλύτερο όμως θα ήταν να επικαλεστούμε τις απόψεις κάποιων μεγάλων θεραπόντων της Ιδέας για να κλείσουμε τον πρόλογο του σημερινού αφιερώματος.

Κωνσταντίνος Καβάφης  (1863-1933)
«Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου• ποιητού εν Kομμαγηνή• 595 μ.X.»
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
………………………………………………………..
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.

Κώστας Καρυωτάκης  (1896-1928)  
«Είμαστε κάτι...»
Στο σώμα στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.


Ανδρέας Εμπειρίκος  (1901-1975)
«Τρία αποσπάσματα»
“Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου.
Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε.
Οι δρόμοι είναι λευκοί.
Τ’ άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.”

Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985)  
«Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο ντε λα Φουέντε»
Η Τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
………………………………………..
μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει πως
από καιρό τώρα
-και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν τους ποιητάς

T. S. Eliot, (1888-1965), Βρετανός ποιητής, Νόμπελ 1948
Η Ποίηση δεν είναι η απελευθέρωση των αισθημάτων, αλλά η δραπέτευση από τα αισθήματα. Δεν είναι η έκφραση της προσωπικότητας αλλά η δραπέτευση από την προσωπικότητα. Αλλά θα πρέπει κανείς να έχει αισθήματα και προσωπικότητα για να θέλει να δραπετεύσει από αυτά.
Paul Valery, (1871-1945), Γάλλος ποιητής
Ποίηση είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος.


Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)
«Εκεί…»
Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε,
αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.
«Ποιητική »
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.

Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)
Τα ποιήματα δεν είναι και τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες -
πόρτες κλειστές σ' ερημωμένα σπίτια
και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.

Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988)
Κι η ποίηση: ένα παιχνίδι
που τα χάνεις όλα,
για να κερδίσεις ίσως
ένα άπιαστο αστέρι.

 Άρης Αλεξάνδρου (1922-1978)
Ο ποιητής είναι ένας φυλακισμένος πάντοτε ορθός
μπρος στο λευκό χαρτί

Τάκης Σινόπουλος (1917-1981)
« Ο καιόμενος»
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Πάμπλο Νερούδα  (1904-1973),Χιλιανός συγγραφέας και ποιητής
Ἡ ποίηση δὲν ἀνήκει σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴ γράφουν ἀλλὰ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἔχουν ἀνάγκη.

Ζὰν Κοκτώ (1889-1963), Γάλλος ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ζωγράφος
Ἡ χειρότερη μοῖρα γιὰ ἕναν ποιητὴ εἶναι νὰ τὸν θαυμάζουν χωρὶς νὰ τὸν καταλαβαίνουν.

Θ. Αγγελόπουλος (1935-2012), σκηνοθέτης αποκληθείς ως «ποιητής της μεγάλης οθόνης»
Η ποίηση είναι μια υγρασία που την έχουμε ανάγκη, γιατί διώχνει την ξηρότητα της καθημερινότητας. Ποίηση δεν αρκεί να υπάρχει μόνο στο σινεμά, αλλά και στη ζωή. Είναι ένα μονοπάτι που σε κάνει να αισθάνεσαι κάτι παραπάνω από αυτό που είσαι. Σε πάει κάπου αλλού, όπου όλα παίρνουν μια μαγική διάσταση. Άρα σε βοηθάει να ζήσεις.

 Και δύο αφορισμοί κατά των κυνηγών της Δόξας  αλλά αποκομμένων απ’ το κοινωνικό σύνολο ποιητών

Κώστας Βάρναλης (1884-1974) «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη»
«Αμ’ οι ποιητάδες; Αρσενικές Πυθίες, που κουβεντιάζουνε με τους Θεούς σαν παλιοί κουμπάροι…Μεσάτοι, κουνιστοί και με κομμένα μάτια, κει που περπατάνε σκορπίζοντας αρώματα και χάχανα καμπανιστά, σταματάνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τα μάτια και κοιτάζουνε τ’ άστρα μέρα μεσημέρι. Κείνη τη στιγμή κατεβαίνουν άγγελοι των Θεών και τους καλούνε στον Όλυμπο της Μωρίας!… Εκεί μεθάνε κ’ εδώ χρησμολογούνε. Με τα μάτια των στίχων μας λυτρώνουν από τα δεσμά της ματαιότητας. Αφτοί δίνουν αιωνιότητα σ’ ότι αγγίσουνε με την πνοή τους. Χάρη σ’ αφτούς ο κόσμος γίνεται καλύτερος και βασιλέβουνε στη γης η ψυχή κι ο Θεός!»

Κατερίνα Γώγου (1940-1993)
Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ 
είναι μη γίνω "ποιητής" 
Μην κλειστό στο δωμάτιο 
ν' αγναντεύω τη θάλασσα 
κι απολησμονήσω. 
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου 
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ 
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. 
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε 
για να με χρησιμοποιήσει. 
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα 
για να κοιμίζω τους δικούς μου. 
Μη μάθω μέτρο και τεχνική 
και κλειστώ μέσα σε αυτά 
για να με τραγουδήσουν. 

Κωνσταντίνος Κωστέας
Φιλόλογος






[1]  Ο λόγος (με ελάχιστες τροποποιήσεις) εκφωνήθηκε από τον συντάκτη  στην εκδήλωση «Ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη... ένα ποίημα όμως τη φέρνει» στις 22 Μαρτίου 2015 στο Rock bar ΚΥΤΤΑΡΟ (Πεζόδρομος Αμφείας στο Ιστορικό Κέντρο της Καλαμάτας)

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Στρατής Τσίρκας ( 10 Ιουλίου 1911 – 27 Ιανουαρίου 1980)

Ο Στρατής Τσίρκας, το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Χατζηανδρέας, γεννήθηκε στο Κάϊρο το 1911.
Εγραψε ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα και είναι ένας από τους σημαντικότερους κριτικούς και μελετητές του έργου του Κ.Καβάφη. Σπούδασε στην Αμπέτειο σχολή και μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως υπάλληλος στο Κάϊρο, στην Ανω Αίγυπτο και στην Αλεξάνδρεια.
Το 1930 γνωρίζεται με τον Καβάφη, έρχεται επίσης σε επαφή με το αριστερό κίνημα και εντάσσεται σ” αυτό. Αναπτύσσει συνδικαλιστική δράση και οργανώνει αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα στην Ανω Αίγυπτο.
Οι εμπειρίες της επαφής του με τους ντόπιους και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους αποτελούν το υλικό για την ποιητική συλλογή του Φελλάχοι το 1937. Την ίδια χρονιά ταξιδεύει στο Παρίσι για να πάρει μέρος στο αντιφασιστικό συνέδριο συγγραφέων, εκεί, έχει επαφές με τους Νερούντα, Αραγκόν και Μπρεχτ. Μαζί με τον Λάγκστον Χιούγκ γράφoυν τον Ορκο στον δολοφονημένο ποιητή Λόρκα («να καταπολεμούμε την τυραννία και την καταπίεση όχι μόνο με τον λόγο αλλά και με τη ζωή μας»), ο οποίος υπογράφεται από τα περισσότερα μέλη του συνεδρίου.
Μετά από ένα σύντομο ταξίδι στην Τσεχοσλοβακία επιστρέφει στην Ελλάδα. Οι προσπάθειες του να έρθει σε επαφή με αντιφασίστες φίλους του που βρίσκονται στην παρανομία λόγω της δικτατορίας του Μεταξά, δίνουν το υλικό για μια ακόμη συλλογή ποιημάτων, Το λυρικό ταξίδι (1938).
Στη διάρκεια του Β” Παγκοσμίου πολέμου η δράση του υπήρξε έντονη. Εντάχθηκε σε παράνομες αντιφασιστικές οργανώσεις, προσέφερε βοήθεια στους εξόριστους Ελληνες της Μέσης Ανατολής, συμμετείχε στην ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου. Παράλληλα, αρθογραφούσε σε διάφορα έντυπα και στην εφημερίδα της οργάνωσης που είχε τον τίτλο Ελλην. Το 1944 κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων Αλλόκοτοι άνθρωποι και άλλα διηγήματα, ενώ δύο χρόνια αργότερα η τελευταία συλλογή ποιημάτων του Προτελευταίος αποχαιρετισμός και το Ισπανικό ορατόριο.
Το 1947 δημοσιεύεται το έργο του Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός, μέσα από το οποίο εκφράζονται οι εμπειρίες του από τον αγώνα. Στη μεταπολεμική περίοδο ταξιδεύει στην Ευρώπη ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει την πολιτική του δράση. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 δημοσιεύονται η συλλογή διηγημάτων Ο ύπνος του θεριστή και άλλα διηγήματα (1954), η νουβέλα Νουρεντίν Μπόμπα (1957).
Το 1958 βραβεύεται με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για την μελέτη του Ο Καβάφης και η εποχή του, μελέτη που αποτελεί σημείο αναφοράς στη σχετική βιβλιογραφία. Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του Ακυβέρνητες Πολιτείες, η Λέσχη, δημοσιεύεται το 1961. Ακολουθούν η Αριάγνη (1962) και η Νυχτερίδα το 1965. Aλλη μια συλλογή διηγημάτων του κυκλοφορεί το 1966, με τίτλο Στον κάβο και άλλα διηγήματα.
Ο πολιτικός Καβάφης, έργο που κυκλoφορεί το 1971, συγκεντρώνει τις μελέτες του Τσίρκα για τον ποιητή. Το 1972 οι Ακυβέρνητες Πολιτείες κρίνονται ως το καλύτερο ξένο βιβλίο που κυκλοφορεί στη Γαλλία και του απονέμεται το Βραβείο Κριτικών και Εκδοτών της Γαλλίας. Επίσης κυκλοφορούν ένα χρόνο αργότερα τα ημερολόγια που ο συγγραφέας κρατούσε στο διάστημα που έγραφε την τριλογία.
Το τελευταίο του έργο, Η χαμένη άνοιξη το 1976, ήταν η αρχή μιας νέας τριλογίας, που δεν ολοκληρώθηκε όμως ποτέ.
Πεθαίνει το 1980 και ένα χρόνο μετά κυκλοφορούν τα ποιήματα του συγκεντρωμένα σ” έναν τόμο.
Ποιητικές συλλογές
Φελλάχοι (1937)
Λυρικό ταξίδι (1938)
Προτελευταίος αποχαιρετισμός και Ισπανικό ορατόριο (1946)
Ποιήματα (1981)
Διηγήματα
Αλλαξοκαιριά
Αλλόκοτοι άνθρωποι (1944)
Ο Απρίλης είναι πιό σκληρός (1947)
Ο ύπνος του Θεριστή (1954)
Νουρεντίν Μπόμπα κι άλλα διηγήματα (1957)
Στόν Κάβο κι άλλα διηγήματα (1966)
Τα διηγήματα (1978)
Μυθιστορήματα
Ακυβέρνητες Πολιτείες
Η λέσχη – Α τόμος (1960)
Αριάγνη – Β τόμος (1962)
Η νυχτερίδα – Γ τόμος (1965)
Τα ημερολόγια της τριλογίας «Ακυβέρνητες Πολιτείες» (1973)
Χαμένη Ανοιξη (1976)
Κριτικές μελέτες
Δημοσθένης Βουτυράς (1948)
Νίκος Νικολαϊδης (1950)
Ο Καβάφης και η εποχή του (1958)
Τα τείχη ενός κριτικού και η τέχνη του Καβάφη (1960)
Για τον Σεφέρη (1961)
Ο πολιτικός Καβάφης (1971)
Βιβλιογραφία
Μ.Γιαλουράκη, Ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων στην Αίγυπτο (1962)
Βασίλη Νεφελούδη, Η Εθνική Αντίσταση στην Μέση Ανατολή (1981)
Ευγενίας Παλαιολόγου Πετρώνδα, Λωτοί του πάθους (1991)
Γ.Βαλέτα, περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, 14 Σεπτ. ’45, κριτική για το: Αλλόκοτοι άνθρωποι.
Μ.Αναγνωστάκης, περιοδικό Κριτική, Θεσ/νίκη, Ιούλ.-Αύγ. ’61, κριτική για τη Λέσχη.
Γ.Π. Σαββίδη, περιοδικό Ο Ταχυδρόμος, 22.7.63, κριτική για την Αριάγνη.
Αλέξ. Κοτζιά, περιοδικό Τομές, τεύχ. 10, Μάρτ. ’77, κριτική για τη Χαμένη Ανοιξη.
Π.Α. Ζάννα, περιοδικό Ο πολίτης, Ιαν.-Φεβρ. ’80, τ. 32 με τίτλο «Για τον Στρατή Τσίρκα».


Αποσπάσματα απ΄το έργο του:
ΧΑΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ - Απόσπασμα

[...] Θέλουν τη Ελλάδα πόρνη να τους ανοίγει τα σκέλια στην ποδιά της Ακρόπολης να προμηθεύει μισοτιμής το ρίγος της αμαρτίας στις μαραγκιασμένες από τον πουριτανισμό ψυχές τους.
Μας θέλουν γκαρσόνια ταβερνιάρηδες μαστροπούς βαρκάρηδες επιβήτορες καμπαρετζήδες μπουζουξήδες χασισέμπορους αχ αμαν αμαν και συρτάκι αμε και Ζόρμπα δη Γκρηκ κι αυτοί ν’αρμέγουν τον τόπο το κρασί το λάδι τα πορτοκάλια τις ντομάτες τα ροδάκινα το βαμπάκι τα μάρμαρα το βωξίτη το λιγνίτη τα μεταλλεύματα και τον ιδρώτα του κόσμου.
Κοίτα που καταντήσαμε κάθε πολιτικός και κόκκινο φαναράκι στην πόρτα του και τ’όνομά του φωτισμένο σε ταμπελίτσα πλάι στο κουδούνι. Λουιζ Κλάρα Ρόζα Ντολόρες.
[...] Παραμερίστε διαφορές με Παπατζήδες ή Σβωλοτσιριμώκους, παράπονα και μνησικακίες για Λίβανους και Δεκέμβρηδες και λοιπά. Όλοι μαζί, όλοι μαζί, να σώσουμε τον τόπο, γιατί η Γερμανίδα λύσσαξε και θα τον ξεπατώσει….
[...] Σε άλλες χώρες που οι πολίτες ξέρουν τα δικαιώματά τους θα είχε αλλάξει από καιρό τέτοια κατάσταση. εδώ τα εδραιωμένα συμφέροντα, η μονοωλιακή εκμετάλλευση, τα «κλειστά επαγγέλματα» , το συνάλλαγμα που σπαταλιέται σε πολυτέλειες και αργομισθίες… Τετρακόσια χρόνια σκύβαμε το κεφάλι όταν σήκωνε τη φωνή κι ο τελευταίος αγάς. Ενάμιση αιώνα τώρα ελεύθερο κράτος κι ακόμη μας δυναστεύουν αγάδες κάθε λογής, από τον εισπράχτορα του λεωφορείου ως το διοοικητή της Εθνικής, απ” τον Βαν Φλητ ως τους εξοχότατους της Πιουριφάι και Λαμπουίς, τους ανθύπατους της νέας Ρώμης στο κρατίδιο των Γραικύλων…
[...]Φοβάμαι πως δε θα την αποφύγουμε τη δικτατορία.
_ Γιατί τώρα τι έχουμε; ρώτησε ο Βάρναλης. Έχουμε δικτατορία των δωσίλογων με φερετζέ. Την παρουσιάζουμε για «αληθινή δημοκρατία». Και η δουλειά τους – δηλαδή η προδοσία του λαού – γίνεται. Καμαρώστε καθεστώς: πατημένο σύνταγμα, κυβέρνηση της μειοψηφίας, χιτλερική νομοθεσία, αστυνομοκρατία, παρακρατικοί δολοφόνοι, γερμανοντυμένοι «πατριώτες» και τα λοιπά…
ΠΗΓΗ http://www.politismospolitis.org/

Στρατή Τσίρκα, Η Νυχτερίδα (απόσπασμα)

Μα το χλωρό παράδεισο των παιδικών ερώτων, τον ξαναφέρνουν άραγε παράπονα και δάκρια;

Κι ύστερα; Μηδέν. Εκεί σταμάτησε η προσπάθεια, η μόνη, να μεταφράσεις κάτι που νόμιζες, που νομίζεις ακόμα, πως αντιλαλεί με τ’ αναφιλητά μιας χαμένης αθωότητας. Τι σε σταμάτησε; Η γεύση του μάταιου; Ήταν στυφό να ξαναζείς με το μυαλό αυτό που δε γινόταν πια να νιώσεις με τα δάχτυλα. Ένα σπουργίτι, ζεστό μέσα στην ιδρωμένη παλάμη και λίγο τρεμουλιάρικο, βαθιά κάτω από τη μαύρη φανέλλα της παράδοξης μεταμφίεσης. Τα νυχτοπούλια κράζαν αθέατα πότε δω πότε εκεί, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό. Η καρδιά της, το άγριο ποδοβολητό, το κυνηγητό, που την παράδοσε ξεπνοϊσμένη μέσα στο σκοτάδι, ν’ αντιστέκεται, να σε τραβάει πάνω της κι αμέσως να σε σπρώχνει πίσω. Κι εσύ, παιδί, αδέξιος. Κι εκείνη να τινάζεται, να ξεσπάει σε κάθε κρωξιά.

Και τώρα τι· με την πέννα στο χέρι μέσα στο έρημο σπίτι σου· τι σκαλίζεις, τι σκάβεις, πού γυρεύεις να βγεις; Όλα εδώ, είπες· εδώ πληρώνονται. Σάματις αυτός ο έσχατος εξευτελισμός του Τόνη να σε παρηγορεί γιατί πολύ πόνεσες, γιατί πολύ τον ζήλεψες. Και είναι δίκαιο να ρωτιέσαι τώρα ποιος έφταιξε, ποια μοίρα, ποια σύμπτωση, ή μήπως η ανατροφή; Και πώς ο Τόνης, που ξεκίνησε με τόσα προσόντα, να καταντήσει αυτού, ποιος φταίει, αν έφταιξε κανείς. Και τούτο: Ποιος βγήκε κερδισμένος απ’ τους δυο σας τέλος πάντων; Τι να την κάνεις την ανθρωπιά σου, τα βιβλία, τις πίπες, τους πίνακες, τους δίσκους; Την ατσαλάκωτη αξιοπρέπεια, το χαίρει βαθυτάτης εκτιμήσεως παρά τη αλεξανδρινή κοινωνία; Για κείνον ξημεροβραδιαζόταν κουλουριασμένη μέσα στα φύλλα, για κείνον ξέσκιζε τα μάγουλά της μέσ’ στο μεγάλο φως του καλοκαιριού, για κείνον εσακάτεψε τα ωραία της νιάτα. Αυτά, όσο και να μην τους έδοσε ποτέ του μιας δεκάρας σημασία, κανείς δεν του τα παίρνει, για κείνον έγιναν. Πάνε πόσο, τρία χρόνια που τον είδες την τελευταία φορά; Πότε τορπίλισε ο Μουσολίνι την «Έλλη»; Ξέρεις, του είπες, φαίνεται πως μπορούμε να μάθουμε πού κάθεται η Τάδε. Α, ρε φιλόσοφε, σου κάνει, ακόμα το θυμάσαι κείνο το μαυροτσούκαλο;

Κι ήταν ωραίος, άλλοτε. Σαν ημίθεος μοιάζει εκείνο τ’ αξέχαστο καλοκαίρι, δυο χρόνια μετά την Καταστροφή. Ο ήλιος του απογέματος χρυσώνει τα μαλλιά του και το χνούδι στα μάγουλα και στο πηγούνι. Τα πόδια του ως απάνω στα μεριά ψημένα μαύρα από τους ήλιους και τη θάλασσα. Μπλε κοντομάνικο πουκάμισο, χακί παντελονάκι σπορ, ζώνη προσκοπική, και σάνταλα. Σου χαμογελάει, σίγουρος πως δεν είσουν άξιος να βρεις μια θέση παρά στην άκρη του τελευταίου βαγονιού. Κι ύστερα σηκώνει το χέρι και σου φωνάζει: Παράσχο! Κι εσύ ξεχνάς τι σχεδίαζες τέσσερις ώρες μόνος μέσα στο τραίνο και ξεφωνίζεις: Τόνη, Τόνη, εδώ! Πολύ τον αγαπάς, δεν κρύβεται. Πρώτος σου ξάδερφος, είσαστε σχεδόν συνομίληκοι, σε περνά κανένα χρόνο, εκείνο το καλοκαίρι έκλεινες τα δεκατέσσερα.

[…]

[πηγή: Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η Νυχτερίδα. Μυθιστόρημα, εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1965, σ. 57-59]

Αριάγνη (απόσπασμα)
Για χάρη του ξένου η Αριάγνη μαγείρεψε μοσχαράκι λεμονάτο με πράσινες ελιές, τσακιστές. Το τραπέζι ήταν στρωμένο στο βάθος του αντρέ,1 κάτω από τα τρία παράθυρα. Ένας κίτρινος κλαδωτός μουσαμάς χρησίμευε για τραπεζομάντηλο. Τα ρουθούνια του Διονύση, μόλις μύρισε την πικρή μυρουδιά της σάλτσας, παίξανε μ' ευχαρίστηση. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως το κρέας δευτεριάτικα ήτανε για χάρη του ξένου και κατσούφιασε. Τα κορίτσια το μεσημέρι το περνούσαν στο πόδι με τίποτε σάντουιτς που αγόραζαν απ' τους μπουφέδες κοντά στο γραφείο τους, για να μην κάνουν τόσο δρόμο πηγαινέλα και κουράζονται. Ο Νίκος, στριμωγμένος δίπλα στην Αριάγνη, έτρωγε βιαστικά για να προφτάσει τον απογευματινό κώδωνα. Ο ξένος είπε δυο λόγια για τον καιρό, μα ο Διονύσης του αποκρίθηκε μ' ένα μουγκριτό σκύβοντας κι άλλο μέσα στο πιάτο του. Έξω ο καιρός σκοτείνιαζε, το γύριζε σε μπόρα. Η Αριάγνη σηκώθηκε να ετοιμάσει το παλτό του Νίκου. Ήτανε καμωμένο από προβιά, γεμάτο μελανιές απ' τον καιρό που το φορούσε ο Μιχάλης, όταν πρωτοπήγε στο Δημοτικό. Πάνω στην ώρα έφτασε κι ο Σταμάτης. Στη μπλε ανοιχτή στολή του φαίνονταν κίτρινοι λεκέδες από τη σκόνη και τις ψιχάλες που είχαν καθίσει πάνω της.

- Μου φυλάξατε φαΐ, για το φάγατε όλο;

Ο Διονύσης τον υποδέχτηκε ανοίγοντας τα χέρια που βαστούσαν το πιρούνι και το μαχαίρι.

- Κάτσε, μωρέ Σταμάτη, κι η μάνα σου σήμερα το 'ριξε στα χουβαρνταλίκια.2

Η Αριάγνη πήρε το πιάτο της όπως ήτανε γεμάτο και πήγε στην κουζίνα. Γύρισε με το δικό της και του Σταμάτη, σερβιρισμένα. Μα το μεγάλο κομμάτι το κρέας, βρισκόταν τώρα στου Σταμάτη. Ο Νίκος έσπρωξε μακριά το πιάτο του. Χόρτασε, κι ύστερα, βιαζόταν να προφτάσει πριν να μπούνε τα παιδιά στην τάξη. Μα η Αριάγνη με θυμωμένα μάτια έφερε πάλι το πιάτο μπροστά του.

- Φάε το κρέας σου χωρίς ψωμί κι ύστερα φεύγα, του λέει.

- Ώστε τραυματίας του Αλαμέιν* είπε ο Διονύσης που η παρουσία του Σταμάτη τον έκανε ομιλητικό.

- Όχι ακριβώς, είπε ο ξένος. Ήταν ένα ηλίθιο ατύχημα στην Κυρηναϊκή. Πήγα και χώθηκα κάτω από τις βόμβες που άδειαζε ένα γερμανικό μεταγωγικό από το φιλιστρίνι του. Δεν ήμουν καν σε υπηρεσία.

- Σα να λέμε παράσημο γιοκ.3

- Παράσημο; Μήτε το σκέφτηκα. Εσείς τι πήρατε για τη σφαίρα που φάγατε;

- Α, σου το 'πε ο Μιχάλης;

- Και είναι μάλιστα πολύ περήφανος.

Η Αριάγνη σήκωσε τους ώμους, αλλά δεν είπε τίποτα.

- Φαίνεται πως η μάνα έχει άλλη γνώμη, παρατήρησε πειραχτικά ο Σταμάτης.

- Η μάνα σου για πολλά πράγματα έχει αλλόκοτες γνώμες.

Η Αριάγνη δε μίλησε. Σηκώθηκε, πήρε από το χέρι το Νίκο και τον πήγε στην πόρτα. Εκεί γονάτισε για να του φορέσει το παλτό.

- Καλά που δεν ήμουν με τους απεργοσπάστες όταν πληγώθηκα, είπε ο

Διονύσης κοροϊδευτικά. Θα 'μαστε στα χωρίσματα από τότε.

- Μα ποια είναι η διαφορά σας; ρώτησε ο ξένος.

- Την απεργία εγώ την οργάνωσα. Ήταν κανένα χρόνο μετά που τέλειωσε ο άλλος πόλεμος. Δούλευα σ' ενός Ελβετού, ζαχαροπλαστείο και μπαρ με δυο υποκαταστήματα. Όλα τα χρόνια του πολέμου κέρδιζε λεφτά με τη σέσουλα. Όταν άρχισαν να φεύγουν οι στρατοί, σκέφτηκε να κάνει οικονομίες. Σιγά σιγά, δίχως να το καταλάβουμε, μας έβαζε δίπλα για βοηθό κι από έναν ιθαγενή.4 Αυτοί, καταλαβαίνεις, γομάρια, ό,τι και να τους δώσεις σου λένε κι ευχαριστώ. Να μη στα πολυλογώ του το 'βαλα κοφτά. Μουσιού Ζακέ, του λέω, εδώ δεν είναι αστεία, παίζεται το ψωμί των παιδιών μας. Αν ως το Σάββατο δε διώξεις τους αραπάδες, την Κυριακή θ' απεργήσουμε. Την Κυριακή μαζευτήκαμε έξω από το κεντρικό, γκαρσόνια, σερβιτόροι, μπάρμεν,5 μαιτρ-ντ' οτέλ,6 Γραικοί και Ιταλοί. Είχε φέρει ο καλός σου αστυνομία κι έζωσε το κατάστημα. Μέσα, μαζί του, είχε μείνει μόνο ένας Γραικός, ένας Θωμάς, όνομα και πράμα, ευνοούμενός του. Βγήκε ο μπαγάσας στην πόρτα και μου φώναξε: «Διονύση, έλα στα συγκαλά σου, εδώ θα χυθεί αίμα». Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο Συνδικάτο να δούμε τι θα κάνουμε. Πέρασαν έτσι τρεις μέρες. Ο Ελβετός πήρε σβάρνα τα μπερμπερίνικα καφενεία και προσλάμβανε μαύρους. Και τώρα; είπαμε. Μαζευτήκαμε πάλι μπρος στο κεντρικό και φωνάζαμε: Προδότη, παραδόπιστε, σουνετεμένε!7 Ένας Ιταλός, είχε φέρει μαζί του μια κάμα, καλαμπρέζικη:8 «Αβάντι φρατέλλι Κριστιάνοι»9 λέει και προχωράει καταπάνω στους χωροφύλακες. Βγήκε πάλι ο Θωμάς με το πιστόλι του Ελβετού στο χέρι. Οι δικοί μας κώλωσαν. Εγώ, το Θωμά τον ήξερα καλά. Του είχα βαφτίσει ένα παιδί και την πρώτη μέρα της απεργίας μού τον είχε στείλει τ' αφεντικό για να μ' αγοράσει. Λέω μέσα μου: Μπα, δε του πάει η καρδιά να τραβήξει. Και προχώρησα. Μόνος μου. Τότε μου την έφεξε στο μερί κι έπεσα κάτω.

- Δεν προσπαθήσατε να τραβήξετε στην απεργία και τους μπερμπερίνους; ρώτησε ο ξένος.

- Να τους κάνουμε τι; Για να τους ανοίγουμε τα μάτια; Και τι νόημα θα είχε τότε;

- Πώς φαίνεσαι πως έρχεσαι απ' έξω, είπε ο Σταμάτης. Εδώ δεν είναι Ελλάδα. Ο ντόπιος θέλει κουρμπάτσι10 για να σε φοβάται, αλλιώς χάθηκες.

- Για σταθείτε, είπε ο ξένος. Μπορεί να είμαι καινουριοφερμένος, μα την ιστορία του εργατικού κινήματος στον τόπο σας θαρρώ πως την ξέρω. Δεν είναι στα 1899 που κατέβηκαν οι τσιγαράδες11 του Βαφειάδη και του Μελαχροινού, Αραπάδες12 κι Ευρωπαίοι μαζί και την κέρδισαν την απεργία; Και στα 1911 πάλι οι τσιγαράδες στην Αλεξάντρεια δε νίκησαν, επειδή αρνήθηκαν να χωριστούνε σε ντόπιους κι Ευρωπαίους;

- Στα 1911 δεν είχα ακόμα γεννηθεί, έκανε χωρατεύοντας ο Σταμάτης.

- Κυρά, είπε ο Διονύσης στην Αριάγνη. Τι τον αγριοκοιτάς έτσι; Σωστά λέει το παιδί. Κι ύστερα άλλο τσιγαράς κι άλλο γκαρσόνι. Οι τσιγαράδες είναι, πώς να το πω, εργάτες, χέρια. Τ' αφεντικό δε σε ρωτάει αν είσαι ψηλός, κοντός, κακοσούσουμος, ξέρεις γλώσσες, έχεις τρόπους. Μετράει με τη χιλιάδα και σε πληρώνει. Ενώ το γκαρσόνι είναι άλλο πράμα: Πληρώνει πρόσωπο, με καταλαβαίνεις;

- Και πώς τελείωσε η απεργία; ρώτησε ο ξένος.

- Με συμβιβασμό. Ήρθε στο νοσοκομείο και με βρήκε κάποιος Μίστερ Μπράουν, της Μυστικής.13 Για να γλιτώσει το Θωμά, κατάλαβες, να μη του κάνω μήνυση. Τα έξοδα και τα μεροκάματα τα 'παιρνε απάνω του τ' αφεντικό. Μ' αυτόν λοιπόν το Μίστερ Μπράουν το δουλέψαμε το ζήτημα και βρήκαμε λύση. Οι μπερμπερίνοι14 δε θα παύανε, μόνο θα μπαίνανε κάτω από τις διαταγές των γκαρσονιών. Εμείς θα τους προσλαμβάναμε, εμείς θα πλερώναμε, εμείς θα τους παύαμε όταν δεν μας έκαναν. Φυσικά και τα πουρμπουάρ15 τους εμείς τα εισπράτταμε. Τ' αφεντικό δεν είχε πια να κάνει τίποτα μαζί τους. Ήταν δικοί μας υπηρέτες.

- Σπουδαίο κεφάλι αυτός ο Μπράουν, είπε ο ξένος.

- Το γελάς; Και βέβαια ήταν σπουδαίος. Απόδειξη πως η λύση του βαστάει ως σήμερα. Φυσικά, στα καφενεία που οι ιδιοχτήτες τους είναι αραπάδες δεν ανακατευόμαστε. Αλλά ποιος Ευρωπαίος πηγαίνει στα καφενεία τους; Μόνο κάτι ξεπεσμένοι.

- Και στο συνδικάτο δεν τους δέχεστε;

- Ποτέ. Αλλά μάθανε και κάνανε τώρα το δικό τους. Κάτι νεοτεριστές μάλιστα, σαν το γιο μου το Μιχάλη, λένε πως πρέπει να γίνει συγχώνεψη. Μα όσο ζει ο Διονύσης ο Σαρίδης τέτοιο πράμα δε θα το δουν.

- Αυτά είναι μεγαλοϊδεατισμοί, έκανε ο Σταμάτης ανάβοντας τσιγάρο.

Η Αριάγνη αμίλητη τράβηξε από μπρος του το άδειο πιάτο, τον έσπρωξε με τον αγκώνα για να της κάνει τόπο, έβαλε το πιάτο στην άκρη του τραπεζιού, και με την κόψη της παλάμης σκούπιζε μέσα τα ψίχουλα.

- Εσύ, Κυρά, τι λες; την πείραξε ο Διονύσης.

Η Αριάγνη τον κοιτούσε με τα μαύρα μάτια της και δεν έλεγε τίποτα.

Μάτια που σε κοιτούνε και δε σαλεύουνε. Μάτια που μαλώνουνε. Η βροχή δυνάμωσε κι ο κόσμος σκοτείνιασε. Το παιδί με την προβιά. Θα του κόψει τουλάχιστο να χωθεί σε καμιά πόρτα για να μη βρέχεται; Αχ, παιδί μου Σταμάτη, αχ Καλλιόπη και Ουρανία, αχ κύρη τους εσύ που τους τα έμαθες αυτά. Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Πού θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά; Τρέμω. Θα 'θελα να μη ζω. Να μη δούνε τα μάτια μου. Θα έρθει μέρα. Βλέπω κόσμο να στριμώχνεται στις προκυμαίες με βουνά γύρω τους τις βαλίτσες και τους μπόγους και τα στρώματα.* Και πίσω τους τάφοι γονιών, προγόνων, τάφοι μικρών παιδιών αφημένοι στο έλεος του Θεού. Δίχως καντήλι, δίχως έναν κουβά νερό να ξεδιψάσουν τα κόκαλά τους. Κι όλο το μόχθο, τις γιορτές, τις αγκούσες,16 πενήντα, ογδόντα, εκατό χρόνων, να θαρρείτε πια πως τις παίρνετε μαζί σας γιατί καρφώσατε όπως όπως μέσα σε σανιδένια μπατάλικα σεντούκια τα έπιπλα και το ρουχισμό και τα σκεύη σας και τίποτε θυμητικά μικροπράγματα. Και θα νομίζετε πως μια και κουβαλήσατε τα πράματα σώσατε μαζί τους τη χαρά και τους έρωτες και τις ελπίδες και τα μεθύσια. Τίποτα δε σώσατε. Μόνο άψυχα πράματα που κάποτε σταθήκαν μάρτυρες. Θα τα στήσετε κάτω από άλλον ουρανό και θα δείτε πως δε θα σας μιλούν, δε θα σας λένε αυτά που περιμένετε. Γιατί θα τα ζεσταίνουν άλλα χνώτα, άλλα βλέμματα, άλλες φωνές. Μη χάνεστε κι ακούστε που σας λέω. Μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού. Γιατί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σε φώτα, μέσα σε ήλιους και βροχές, μέσα σ' ανθρώπους. Κι αυτά όλα θα μένουν πίσω σου και θα τ' αναζητάς. Θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί που ζητούν ένα λάκκο να πέσουν μέσα να ξεκουραστούν. Και τα γουμάρια και το κουρμπάτσι θα βρίσκονται πίσω σας μίλια και σεις πια μήτε θα τα θυμόσαστε. Εγώ, θα λέτε, να ξεραθεί το στόμα μου αν είπα ποτέ τέτοιο λόγο. Μα τον είπατε, είναι γραμμένος στον αέρα, πάνω στους τοίχους των σπιτιών, μέσα στις φυλλάδες που βγάζατε. Και τούτοι οι άνθρωποι, όσο πονετικοί κι αν είναι, πώς θέτε να τον ξεχάσουνε; Θα τον θυμούνται και θα σας τον θυμίζουνε και σεις θα μετανοιώνετε πικρά. Γι' αυτό σας λέω μη, μη όσο είναι καιρός.

 Θα λέτε: μάνα, και τούτη τη λεκάνη, πίσω μας θα την αφήσουμε; Να σας πω για τη λεκάνη. Το άσπρο σμάλτο της από μέσα είναι τσουκαρισμένο17 στον πάτο, μια μαύρη ξεγδαρματιά που μεγαλώνει με τα χρόνια, γι' αυτό θέλει προσοχή στο σαπούνισμα. Έτσι την αγόρασα, μισοτιμής. Αυτού μέσα έπλυνα τα μωρουδιακά σας, από Μιχάλη ως Νίκο, τριάντα χρόνια, μάλιστα. Πώς θαρρείτε πως στήνεται νοικοκυριό άμα ζεις μεροδούλι μεροφάι; Αυτό που αγοράζεις κόβοντας απ' το ψωμί σου, το καμαρώνεις, το προστατεύεις, γαντζώνεσαι πάνω του. Και το κουβαλάς, απ' το ισόγειο της Μπαλάξα18 στο μονόροφο του λαβύρινθου19 με τα πολλά καφασωτά κι από κει εδώ, κι από δω ποιος ξέρει πού, με τα μυαλά που πηγαίνετε. Ακούς εκεί, γουμάρια! Δεν τη θυμάστε φαίνεται τη λεκάνη γεμάτη ως τη μέση με το αίμα της Ουρανίας. Τη θυμάστε; Ήτανε νύχτα του Οχτώβρη, ζεστή. Το κοριτσάκι από τ' απόγεμα, σα γύρισε από το σκολειό, παραπονιόταν: Ένα βάρος, μαμά, στο κεφάλι μου. Τη βάλαμε κάτω και πλάγιασε νωρίς. Θατανε εννιά, θάτανε δέκα; Ο ποδηλατάς κάτω είχε στήσει το τάβλι στο φως της ασετυλίνης κι έριχνε μόνος τα ζάρια για να γυμνάζεται. Μαμά, φωνάζει η Ουρανία, έλα να δεις. Είχε ανοίξει η μύτη της, τα μαξιλάρια κόκκινα, το νυχτικό της έσταζε. Δεν είναι τίποτε, είπαμε, θα ξεθυμάνει ο πονοκέφαλος. Μα το αίμα έτρεχε βρύση, φέραμε το κοριτσάκι στο αντρέ, φέραμε τη λεκάνη και πιάσαμε τα ξίδια και τα μπαμπάκια. Σκύψε, παιδί μου, μέσα, όχι, όχι, καλύτερα πίσω το κεφάλι σου. Τι γάζες, τι μαντίλια γέμισε. Βρε Μιχάλη, λέω του μεγάλου, η βάρδια του πατέρα σου ακόμη δεν τελείωσε. Πετάξου σ' ένα τηλέφωνο και πες του να φέρει αμέσως γιατρό. Γιατρό, νύχτα, στο σπίτι; Έβαλε τα κλάματα ο Σταμάτης και πίσω του το Καλλιοπάκι. Η Ουρανία ήτανε σαν το πανί, σκυμμένη πάνω απ' τη λεκάνη, δεν ήθελε πια να γέρνει πίσω, γιατί το αίμα κατέβαινε στο στομάχι της και την αναγούλιαζε. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Πάει, το χάνω το παιδί, λέω μέσα μου. Βαστάτε της το κούτελο, τους λέω και πάω στα εικονίσματα. Έπεσα χάμω και χτυπούσα το κεφάλι στο πάτωμα. Παναγίτσα μου, έλεγα, όχι αυτό, είναι αθώο και τ' αγαπάει τόσο τα γράμματα. Και στο ράψιμο είναι καλό και τ' αδέρφια της τα πονάει κι είναι η αδυναμία του κύρη της. Μαμά, μου φωνάζουνε, τα χέρια της πάγωσαν. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Κι έφτασε κάποτε και νόμισα πως έφτασε ο Μεσσίας. Μα τι μου λέει; Ο πατέρας δεν πήγε απόψε καθόλου στη δουλειά. Ω, συμφορά, ω, ανάθεμα σ' αυτόν που έβγαζε τις τράπουλες. Κάνω έτσι κι όταν είδα τη λεκάνη γεμάτη στα μισά, μου ήρθε σαν τρέλα. Μπα, λέω, αδύνατο τόσο αίμα να είναι του παιδιού, θα 'χε τελειωσει. Αυτό είναι ξινισμένο κρασί απ' τη νταμιζανίτσα του μπαλκονιού. Το παιδί χάνεται, Αριάγνη! Άνοιξα τα παράθυρα. Σώστε, χριστιανοί, το χάνω μέσα από τα χέρια μου, φωνάζω. Από κάτω, κάτι μου λέγανε. Σκύβω, ήταν ο Γιούνες20 μ' εκείνο το σερσέμη21 τον πιανίστα το Γερμανό και χάζευαν το τάβλι του ποδηλατά. -Ομ Μεχάλη,22 τρέχει τίποτα;- Βρε Γιούνες, του λέω, σώσε, το παιδί μου τελειώνει. Ώσπου να το πω ήταν απάνω. Πλατς, πλατς χτυπούσαν τα γυμνά του πόδια στα πέτρινα σκαλοπάτια. Μια και δυο τη σήκωσε στα χέρια και δρόμο κάτω. Πίσω ο Μιχάλης με το παλτουδάκι της, για να τη σκεπάσει. Ξοπίσω τους εγώ με τις παντόφλες και τη νυχτικιά. Πού την πάει; Τρέχα με σαν τρελοί και δεν τον προφταίναμε. Κι από πίσω μας ο μαχαλάς ξεσηκωμένος να ρωτάει: Μα τι γίνηκε, φονικό; Ποιος είχε καιρό να τους εξηγήσει. Όταν φτάσαμε στη Μπουστάνι,23 τον χάσαμε. Αριστερά, πήρε την Νταουαουίν, μας λέει ένας περαστικός. Κατάλαβα, την πήγαινε στο φαρμακείο που διανυχτέρευε, αντίκρυ στο σαράι του Πασά. Την είχαν κιόλας ξαπλωμένη στο μουσαμαδένιο κρεβάτι. «Ψυχραιμία, κυρία μου», έλεγε ο φαρμακοποιός. «Μην κάνετε έτσι. Τώρα θα φτάσει ο γιατρός. Ευτυχώς κατοικεί από πάνω μας. Πήγε να τον φωνάξει. Μα πού το βρήκατε τέτοιο θηρίο; Κοιτάξτε πώς την έσπασε την πόρτα μου. Αφού τον είδα και του φώναξα έρχομαι, ήταν ανάγκη να την κλωτσήσει; Ποιος θα πληρώσει τώρα τα τζάμια;»

 Με το γιατρό άλλο ζήτημα. Τον κατέβασε με τις πυτζάμες. Και τον κρατούσε από το σβέρκο μπας και του φύγει. Μα εκεί το παράκαμνε. Γιατί ο γιατρός ήταν ένας καλότατος άνθρωπος. Μικροκαμωμένος, με μούσι, μιλούσε φαρσί τα ελληνικά, αν κι ήτανε Σαμλής24 ή κάτι τέτοιο. - Βρε, Γιούνες, του λέω, κατέβασε τα χέρια σου απ' το γιατρό, δεν ντρέπεσαι; - Ομ Μεχάλη, μού κάνει, άσε με να τελειώσω τη δουλειά κι ύστερα δείρε με.

 Έτσι το σώσαμε το κοριτσάκι. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι με τ' αμάξι που μας έφερε ο Γιούνες, και την πλαγιάσαμε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε, είδα τη λεκάνη πάνω στο τραπέζι: Θε μου, είπα, αυτό είναι το αίμα του παιδιού μου, πώς να το χύσω στο νεροχύτη; Μα κι αυτό το έκανα κι όταν γύρισε ο κύρης της, ξημερώματα πια, το σπίτι ήτανε συγυρισμένο κι όλα τα παιδιά κοιμόντουσαν σα να μην είχε γίνει τίποτα. - Το γουμάρι, του κάνω, ο ξιπόλητος, που λες καμιά φορά, έσωσε το παιδί μας απόψε. - Ποιος, τι; Κι όταν του τα είπα με το νι και με το σίγμα, τι γυρίζει και μου κάνει; - Κι άφησες αυτόν τον βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας;

 Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα η νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζί σας; Τίποτα!

 1. αντρέ: (λ. γαλ/..)" η είσοδος, ο διάδρομος της εισόδου, το χολ.
2. χοuβαρντιλίκι: (λ" τουρκ.)' γενναιοδωρία"
3. γιοκ: (λ. τουρκ.)" όχι
4. ιθαγενής: ντόπιος. Έτσι αποκαλούσαν πε­ριφρονητικά οι Ευρωπαίοι άποικοι τους ντόπιους κατοίκους των αποικιών.
5. μπάρμεν: (λ. αγγλ), πληθυντ. του μπάρ­μαν' αυτοί που σερβίρουν στο μπαρ.
6. μαιτρ-ντ' οτέλ: (λ γαλλ)' προϊστάμενος του προσωπικού σε εστιατόρια ή κέντρα διασκέδασης, επίσης, ο προϊστάμενος του
υπηρετικού προσωπικού σε πλουσιόσπιτα ή μεγάλα ξενοδοχεία,
7. σοuνετεμένος: αυτός που έχει κάνει περι­τομή' μωαμεθανός (εδώ) ή Εβραίος,
8καλαμπρέζικος: από την Καλαβρία της Κά­τω Ιταλίας.
9. αβάντι φρατέλλι Κριστιάνι: (φράση ιταλ.)' εμπρός αδελφοί Χριστιανοί.
10. κουρμπάτσι: μαστίγιο.
11. τσιγαράδες: καπνεργάτες.
12. Αραπάδες: Άραβες, Αιγύπτιοι.
13. της Μυστικής: εννοεί: αστυνομίας.
14. μπερμπερίνοι: Άραβες των βορείων παρα­λίων της Αφρικής, της Μπαρμπαριά.
15. πουρμπουάρ: (λ. γαλλ) το φιλοδώρημα.
16. αγκούσα: στενοχώρια.
17. τσουκαρισμένο: χτυπημένο.
18Μπαλάξα: συνοικία του ΚαΊρου
19. λαβύρινθος: έτσι αποκαλεί τη γειτονιά τους στο Κάιρο. όπου έμενε άλλοτε η Αριάγνη
20. Γιούνες: Αιγύπτιας γείτονας της Αριάγνης, γεροδεμένος και καλόκαρδος.
21. σερσέμης: (λ. τουρκ.) ανόητος, χαμένος, ηλίθιας
22. Ομ Μεχάλη: έτσι αποκαλούσαν στα αραβικά την Αριάγνη, δηλ. μάνα του Μιχάλη.
23. Μπουστάνι: δρόμος του Καΐρου
24. Σαμλής: αυτός που κατάγεται από τη Συρία
  
* Ελ Αλαμέιν: τοποθεσία της Αιγύπτου, στα δυτικά της Αλεξάνδρειας, όπου τα αγγλικά στρατεύματα με στρατηγό τον Μοντγκόμερι νίκησαν τα γερμανικά στρατεύματα του Ρόμμελ, στις 23 Οκτω­βρίου 1942. Στις μάχες πήρε μέρος και η Ελληνική Ταξιαρχία.
* Εδώ η Αριάγνη προμαντεύει την εκδίωξη των Ευρωπαίων από την Αίγυπτο το 1956 από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ. Τότε ξεριζώθηκε και το μεγαλύτερο μέρος του ελληνισμού της Αιγύπτου εξαιτίας της ε­θνικοποιήσεως των ξένων επιχειρήσεων.

Η ΑΡΙΑΓΝΗ (1962) είναι το δεύτερο από τα τρία βιβλία που αποτελούν το μυθιστόρημα Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα (1911-1980). Τα άλλα δυο είναι: Η Λέσχη (1960) και Η νυχτερίδα (1965). Η δράση εκτυλίσσεται. διαδοχικά, στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Κεντρικό πρόσωπο και στα τρία: ο Σιμωνίδης ή Καλογιάννης, ανθυπολοχαγός των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων που είχαν σχηματιστεί στην Αίγυπτο, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Είναι μέλος αριστερής οργάνωσης και εμπλέκεται στις πολιτικές δραστηριότητες της εποχής. Οι πολιτικές συγκρούσεις, το ελληνικό στοιχείο των παροικιών, καθώς και το κοσμοπολίτικο κλίμα της Μέσης Ανατολής κυριαρχούν στο μυθιστόρημα.
Στο απόσπασμά μας ο Σιμωνίδης βρίσκεται για ανάρρωση στο Κάιρο και φιλοξενείται στο σπίτι μιας λαϊκής ελληνικής οικογένειας, της Αριάγνης και του Διονύση Σαρίδη, που ο γιος τους Μιχάλης είναι φίλος του. Η Αριάγνη είναι από τα αδρότερα πρόσωπα που έχει πλάσει ο Τσίρκας.

Το πρώτο βιβλίο του Τσίρκα για τον Καβάφη (1958) σηματοδοτεί τη βαθμιαία και όχι ανώδυνη μεταστροφή της Αριστεράς απέναντι στον ποιητή. Οι διανοούμενοι της Αριστεράς στο σύνολό τους είχαν χαρακτηρίσει τον Καβάφη ποιητή της παρακμής και είχαν συνταχθεί με τη μονόπλευρη προσέγγιση Μαλάνου, βάσει της οποίας ολόκληρη η καβαφική ποίηση ερμηνεύεται από την ερωτική ιδιαιτερότητά του, χωρίς κανένα αντίκρισμα και καμία ανταπόκριση στα παροικιακά και στα δημόσια γεγονότα του ευρύτερου ελληνικού χώρου. Οι ριζοσπαστικές και κάποτε ακραίες θέσεις του Τσίρκα θα ανοίξουν έναν άλλον ορίζοντα και, σε σημαντικό βαθμό, θα ανατρέψουν την ακαμψία της ορθόδοξης κομματικής γραμμής και θα θέσουν υπό ισχυρή αμφισβήτηση την αυθεντία του Μαλάνου, όπως εμμέσως πλην σαφώς την είχε αμφισβητήσει προηγουμένως και ο Σεφέρης. Η μεταστροφή της Αριστεράς επισημοποιείται με το καβαφικό αφιέρωμα της Επιθεώρησης Τέχνης (1963) και, επικουρικώς, με την κυκλοφορία την ίδια χρονιά της συλλογής του Γιάννη Ρίτσου 12 ποιήματα για τον Καβάφη.




«Ο Απατηλός Γέρος» - Στρατής Τσίρκας


ΑΠΟ ΤΑ 1911 ΩΣ ΤΑ 1933
«Θα ήταν, φαντάζουμαι, σε στιγμές μεγάλης ποιητικής ευαισθησίας και συγκινημένου θαυμασμού, όταν ο κ. Γ. Σεφέρης όρισε το αλεξαντρινό στοιχείο στον Καβάφη παρομοιάζοντάς τον με τον απατηλό γέρο της αλεξαντρινής θάλασσας, τον Πρωτέα, που ολοένα ξέφευγε αλλάζοντας μορφές. «Γι' αυτό», πρόσθετε αμέσως, «πρέπει να φυλαγόμαστε, με πολλή περίσκεψη, όχι μόνο από τη δική μας ροπή να παρασυρθούμε στα πράγματα που μας αρέσουν, αλλά και από το να παίρνουμε πάντα τοις μετρητοίς την επιφανειακή σημασία των λόγων ή των διαλεκτικών τεχνασμάτων του Καβάφη» (1). Θα σκανδαλιστούν ίσως μερικοί αν βεβαιώσω πως σ' όλη την έκταση της εργασίας αυτής προσπάθησα να συμμορφώνουμαι τόσο με τη δεύτερη -αυτό δα φαίνεται και χωρίς να το πω- όσο προπαντός με την πρώτη σύσταση του στοχαστικού ποιητή της«Κίχλης». Αλλού όμως ήθελα να καταλήξω. Πόσο βαθειά θα κολακευόταν ο Καβάφης αν άκουγε να τον παρομοιάζουν με τον Πρωτέα... Αυτό είχε φτάσει να αισθάνεται για τον εαυτό του προς το τέλος της ζωής του. Όταν στα 1930 μου έλεγε -κι εδώ νομίζω πως μπορώ να επικαλεστώ μια προσωπική μου μαρτυρία, αφού υπάρχει καταγραμμένη χρόνια τώρα από τον κ. Μαλάνο (2): «Είμαι κι εγώ Ελληνικός», μέσα στη σκέψη του δουλεύονταν οι στίχοι που θα γράψει τον επόμενο χρόνο:
Κι απ' την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
...........................................
........................... βγήκαμ' εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
Εμείς· οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ' οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,
κ' οι εν Μηδία, κ' οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.

   «Στα 200 π.Χ.» (1931)
Ο Καβάφης και πριν και μετά τα 1910 εκφράζει την εποχή του, κοιταγμένη μέσα από το πρίσμα ενός τομέα της: του παροικιακού ελληνισμού. Το σύμπλεγμα Πρωτέας-ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών, το μυστικό δηλαδή της επιβίωσης του ελληνισμού της διασποράς, το έκαμε πυρήνα της βιοθεωρίας του, όταν μετάθεσε τις ελπίδες της προέκτασής του μέσα στο χρόνο από το ηθικοκοινωνικό στάδιο στο ποιητικό. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο του πόθο να ξαπλωθεί η «Ελληνική Λαλιά» «ως μέσα στην Βακτριανή». Θα εξασφαλιζόταν μ' αυτό τον τρόπο το πλήθος των αναγνωστών που δεν έπαψε να ονειρεύεται για το έργο του (3). Η βιοθεωρία όμως τούτη δεν είναι μόνο δική του. Την υιοθέτησε με τον καιρό από την «περιρρέουσαν ατμοσφαίραν». Να ένα δείγμα:
« ... τον νεώτερον Έλληνα του εσωτερικού της Αιγύπτου και ιδία της Σαρκίας, τον αυταπάρνητον και φιλόδοξον συνάμα, τον ριψοκίνδυνον και πρακτικώτατον, τον συντηρητικόν και προοδευτικώτατον, τον προς πάσαν περίστασιν προσανατολιζόμενον, τον πολυσύνθετον και εύκαμπτον, τον κατωρθούντα να αφομοιωθή μετά του φελλάχου ούτως ώστε να είναι «αδελφωμένοι στο κρασί και σύντροφοι στο βόλι». Πας τις θα έλεγε ότι ανεβίωσεν ο θαλάσσιος εκείνος θεός Πρωτεύς ο παρά την Αίγυπτον διατρίβων και δυνάμενος να μεταβάλληται εις ό,τι ήθελε, και αγιάζων πάντα τα μέσα επ' αγαθώ του σκοπού.» (4)
Η ηρωική αδιαλλαξία, το περήφανο Όχι στο συμβιβασμό και στον καιροσκοπισμό, που εξαίρονται με το «Θερμοπύλες», οδηγούσαν σε αδιέξοδο. Η ζωή, η πραγματική ζωή, συνέχιζε τη ροή της, σέρνοντας λάσπες και διαμάντια, σμίγοντας το καινούριο με το παλιό, παντρεύοντας το ναι με το όχι, ανοίγοντας νέους ορίζοντες, γεννώντας νέες ελπίδες, νέους πόθους αλλά και νέες αγωνίες, νέα πάθη. Στο «Θερμοπύλες» ο φυλετισμός εκφραζόταν μ' ένα ηθικό κανόνα στωικό κι απελπισμένο, δηλαδή αριστοκρατικό. Έτσι καθρεφτιζόταν η πραγματικότητα μέσα στη συνείδηση ενός πρωτοκλασάτου που τον πολιορκούσε η παρακμή. Στο «200 π.Χ.» ο κανόνας του φυλετισμού του έχει αλλάξει. Συνοψίζεται στις λέξεις «των στοχαστικών προσαρμογών». Είναι το καθρέφτισμα της νέας πραγματικότητας στη συνείδηση του «ιστορικού», όπως την παρουσιάζουν τα πορίσματα μιας πείρας αποχτημένης στο σούρουπο του βίου του. Πιστεύει μάλιστα πως η νέα οπτική του ίσως είναι ανώτερη από την παλιά. Ο θαυμαστής, τώρα, του Ανατόλ Φρανς, ο σκεπτικιστής και σκωπτικός, σ' αυτό ίσα-ίσα, το «Στα 200 π.Χ.» θα θυμηθεί τις αγωνίες του παλιού Καβάφη, τους τριακόσιους του Λεωνίδα, τις Θερμοπύλες:
.......... Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας.........
Μα...
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

Μετά την επανάσταση του Γουδιού και κάτω από την αιγίδα των συμφερόντων του χρηματιστικού κεφαλαίου της Αγγλίας, οι σχέσεις του παροικιακού αστισμού με την αστική τάξη της Ελλάδας, που ανέβαινε ακράτητη, γίνονται πολύ στενές. Οι ανταλλαγές δεν περιορίζονται στον οικονομικό τομέα, αγκαλιάζουν τον πνευματικό, τον πολιτικό. Στα 1911 ο Εμ. Μπενάκης, που είχε γίνει πρόεδρος της Κοινότητας μετά το θάνατο του Κ. Μ. Σαλβάγου, εκλέγεται βουλευτής κι ο Βενιζέλος τον κάνει υπουργό της Γεωργίας και του Εμπορίου. Παραιτείται από την Κοινότητα και φεύγει για να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα· θα γίνει για έναν καιρό και δήμαρχός της. Στο διάστημα της προεδρείας του, οι κληρονόμοι του Σαλβάγου με δαπάνη τους ιδρύσανε την Επαγγελματική Σχολή εις μνήμη του πατέρα τους... Σε λίγα χρόνια όμως θα μετατραπεί σε Εμπορική, γιατί το αγγλικό κεφάλαιο χρειάζεται γραμματικούς κι αποθηκάριους για το βαμπάκι, όχι τεχνίτες μιας βιομηχανίας που δεν μπαίνει στα σχέδιά του να την αναπτύξει. Ο ίδιος ο Μπενάκης μ' έξοδά του ιδρύει για την Κοινότητα Ορφανοτροφείο και Οικονομικό Συσσίτιο. Κι άλλοι ευεργέτες, όπως ο Γ. Ζερβουδάκης λίγο πριν από την καταστροφή του, συμπληρώνουν τα έργα ευποιϊας των παλιών ιδρυτών. Η θέση όμως του ελληνικού στοιχείου, σε σχέση με τις άλλες παροικίες, σε οικονομική δύναμη και πολιτικοκοινωνική άιγλη, σε πνευματικές και πολιτιστικές πραγματοποιήσεις, δεν είναι πια η πρώτη μήτε καν η δεύτερη για η τρίτη. Μόνο αριθμητικά εξακολουθεί να υπερτερεί, γιατί δεν έπαψαν να καταφτάνουν κάθε χρόνο μετανάστες από την υπόδουλη κι από την ελεύθερη Ελλάδα:
«Οπωσδήποτε αληθές είναι ότι παρά τα θύματα των αποτυχιών και τους ναυαγούς, ο ελληνικός πληθυσμός της Αιγύπτου σχεδόν εδιπλασιάσθη κατά την περίοδον την από της αγγλικής κατοχής αρχομένην. [...] Εις την ταχείαν ταύτην πρόοδον του Ελληνισμού εν Αιγύπτω αναμφισβητήτως συνετέλεσεν η αγγλική κατοχή τα μέγιστα. Αι πρώται παρανοήσεις εξέλιπον τάχιστα και η θαυμασία ελαστικότης του ελληνικού χαρακτήρος προσηρμόσθη προς την νέαν κατάστασιν των πραγμάτων μετά γοργότητος οίαν συνηθίζει να καταβάλλη η ημετέρα φυλή εν τοις αφορώσιν ιδία εις τον κατ' άτομον βίον αυτής. Οι μετά καχυποψίας προσβλεπόμενοι το κατ' αρχάς Έλληνες εκέρδισαν πλήρη νυν την εμπιστοσύνην των Άγγλων, δεν υπάρχει δε εν Αιγύπτω νομοταγέστερον στοιχείον των Ελλήνων μεταξύ των αξιολογωτέρων αλλοεθνών ομάδων αποίκων. »
Όπως θα πρόσεξε ο αναγνώστης, η ίδια έννοια της λέξης «προσαρμογή» βρίσκεται μέσα σ' αυτή την περικοπή, που είναι ένα απολογητικό κήρυγμα της Κατοχής. Είναι το«νέον πνεύμα». Δυστυχώς ο Φ.Φ. Όδδης το αναδημοσιεύει στο «Διάκοσμό» του (σελ. 124 κ.ε.) με τον τίτλο: «Η Αίγυπτος και ο Σύγχρονος Ελληνισμός», δίχως να δίνει πηγή. Συνήθιζε κάτι τέτοιες λεηλασίες ο περίεργος εκείνος ιταλο-έλληνας «λόγιος».
Στη σκέψη του Καβάφη ωστόσο «προσαρμογή» είναι ομόλογο του «παρακμή». Ο αναγνώστης θα θυμάται την περικοπή που δώσαμε στην Εισαγωγή μας από την Ιστορία του κ. Αθ. Γ. Πολίτη. Εκεί ο Καβάφης έλεγε πως «ο τότε ελληνορωμαϊκός κόσμος δύναται να παραβληθή προς τον του 19ου και 20ού αιώνος μας. Εν περιλήψει ό,τι χαρακτηρίζει την εποχήν ταύτην, τούτο είναι προ πάντων η έλλειψις πατρίδος ιδιαιτέρας και εθνικισμού στενού». Την ίδια περίπου εποχή, τα ίδια πράγματα, αλλά περισσότερο αναλυτικά, θα τα υπαγορεύσει στον «πειθήνιο φίλο του» Γ. Βρισιμιτζάκη, που θα τα παρουσιάσει για δικούς του στοχασμούς. Το λέγω με βεβαιότητα αυτό, γιατί η περικοπή που ακολουθεί, χρονολογημένη από τα 1926, δεν είναι παρά η κεντρική ιδέα του ποιήματος «Στα 200 π.Χ.» που βρήκε την τελειωτική του μορφή στα 1931:
«Η ιδέα όμως της προσαρμογής έρχεται ακριβώς για να μετριάσει την απογοήτευσι του ιστορικού και ποιητού. Δεν είναι αλήθεια, η ιστορία η ίδια δεν μας δείχνει πώς ένας ολόκληρος κόσμος, ο Ελληνικός, από την εποχή της Μακεδονικής κατακτήσεως έως την δύσι του, δηλ. για μια περίοδο σχεδόν οκτώ αιώνων (από τον θάνατον του Μ. Αλεξάνδρου έως την τελευταία λάμψη του νεοπλατωνισμού) κατόρθωσε, συνεχώς προσαρμοζόμενος σε καινούριες περιστάσεις, να διατηρηθεί με ακμαίες πολλές από τες δημιουργικές του δυνάμεις -το μαρτυρούν η φιλοσοφία, η επιστήμη, η πολυγνωσία (erudition) της εποχής- χωρίς αυτός ο κόσμος να έχει ως στήριγμα καμμιά εδραίαθρησκευτική πίστι, καμμιά δογματική ηθική, καμμιά έννοια πατριωτισμού (στερημένος ως ήταν μιας φυλετικής πολιτικής); [...] Η πολιτική του Καβάφη είναι μια πολιτική παρακμής, ή τουλάχιστον λαών που όπως είπα επεράτωσαν πλέον την κατάκτησί τους είτε δια λόγους γεωγραφικούς, είτε, το περισσότερο, διότι η κατακτητική ορμή τους εκορέσθη πλέον, ή εστείρεψε [...] Την ηθική του Καβάφη, μια ηθική όχι δογματική, ηθική καθαρώς συνειδήσεως του ατόμου, την βλέπομεν λοιπόν σφιχταγκαλιασμένη με μια πολιτική διαγωγή προσαρμογής. » (5)
Θα είχα να υπογραμμίσω μερικές λέξεις πολύ δηλωτικές, αλλά θα μπερδευτούν με τις υπογραμμίσεις του Βρισιμιτζάκη. Για μένα, σ' αυτή την περικοπή, βρίσκεται ένα «μήνυμα» του Καβάφη, καταστάλαγμα της πείρας και της ιστορικής ματιάς του. Ο Καβάφης, σε τελική ανάλυση, εγκολπώνεται τώρα την ιστορική άποψη για τον ελληνισμό της Αιγύπτου, που διατύπωνε ο πολιτικός Πράκτωρ Γρυπάρης για χρήση των μεγαλοτραπεζιτών, όταν ρητόρευε στο γεύμα του υπουργού των Οικονομικών της Ελλάδας Σιμόπουλου στα 1901.
Η εικόνα του διπλωμάτη ήταν μόνο ένα φραστικό πυροτέχνημα, ενώ ο ποιητής εκφράζει πείρες, πορίσματα από μελέτες. Η σκέψη τους ωστόσο δε διαφέρει βασικά, γιατί λειτουργεί με τον ίδιο μηχανισμό. Στη θέση των πραγμάτων βάλανε «ιδέες» - τη Μεγάλη Ιδέα ή κάποια της παράλληλη. Κι έτσι η ιδεολογική καμπύλη του Καβάφη συμβαδίζει, αν και με κάποιο περιθώριο πότε μπρος και πότε πίσω, με την ιδεολογική γραμμή της επικρατέστερης κάθε τόσο μερίδας του παροικιακού αστισμού. Ιδεολογία ακμαστική όταν ο παροικιακός αστισμός ζούσε την ανεξάρτητη, δημιουργική του περίοδο· ιδεολογία του συμβιβασμού και της φυγής από την πραγματικότητα, όταν το ελληνικό κεφάλαιο υποτάζεται στο μεγάλο ευρωπαϊκό, κυρίως το βρετανικό, κι εκτελεί χρέη «πολύτιμου υπηρέτη».
Η «ανακάλυψη» από τον Καβάφη του «ελληνικού κόσμου» μετά τα 1910 δεν ήταν τυχαία· ήταν αναπόφευχτη. Ας αφήσουμε που είναι ο παράδεισος της «ελευθερίας των φύλων» που ονειρεύεται ο παραστρατημένος ερωτισμός του. Μεταφέροντας εκεί μέσα το εγώ του, το γλύτωνε από τη μονοτονία και την πεζότητα της ζωής του, το παρηγορούσε με την ψευδαίσθηση της δυνατότητας μιας ευτυχίας που είχε φθαρεί μέσα στα σοκκάκια της σύγχρονης Αλεξάντρειας. Ταυτόχρονα όμως, με τα πρόσωπα και τις σκηνές που δανειζόταν από τον μακρινό εκείνο κόσμο, ικανοποιούσε την εσωτερική του ανάγκη για ρεαλισμό, για όσο γίνεται πιο σφιχτό πιάσιμο της πραγματικότητας - αν και η πραγματικότητα που τον ενδιαφέρει βασικά τώρα, κομματιάζεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις κι ο ρεαλισμός του δεν έχει πια το πλάτος και την πνοή των πρώτων, των έντονα καβαφικών ποιημάτων. Είναι ένας ρεαλισμός εις ελάσσονα τόνο, ένας ρεαλισμός της παρακμής. Εκείνο που τον απασχολεί δεν είναι πια η πράξη, το μεγάλο έργο, αλλά η υστεροφημία, το εγκώμιο, το επιτάφιο επίγραμμα. Έτσι, μιλώντας με σύμβολα, πίσω από τα προσωπεία των αποτυχημένων, των κουρασμένων και των νικημένων ηρώων του, ιστορικών ή φανταστικών, ελευθερώνει την κλίση του να κριτικάρει τη συγκαιρινή του πραγματικότητα, δίχως να θίξει τα θεμέλια του κόσμου του, δίχως να κόψει τις γέφυρες με την τάξη του. Δεν ξέρω μάλιστα αν η σεξουαλική ελευθεροστομία των ποιημάτων του, από ορισμένη εποχή και δώθε, δεν είναι για το Καβάφη ένας ακόμη τρόπος για να ευθυγραμμίζεται, να βρίσκεται στον ίδιο τόνο με την ηγετική μερίδα του παροικιακού αστισμού.
Όπως και νάναι, η «προσαρμογή» γίνεται παράλληλα στον πρακτικό και στο θεωρητικό του βίο. Η εγκατάστασή του στο σπίτι της οδού Λέψιους σημαίνει πως παύει να διεκδικεί τη θέση αριστοκράτη· πάνε τα μόνιππα, τ' ακριβά ρούχα, οι συχνές δεξιώσεις. Καθόλου όμως δεν αποτραβιέται από τη ζωή της Αλεξάντρειας, τα ρεστωράν, τα καφενεία, τις λέσχες, τους διανοούμενούς της. Έχει γνωριστεί με τους νέους που βγάζουμε τη «Νέα Ζωή» και -ω ειρωνεία της τύχης- η «προσαρμογή» του, η παραδοχή δηλαδή της πραγματικής κοινωνικής του μοίρας, εκφράζεται στις φιλίες του με τους γόνους εκείνων των δευτεροκλασάτων που εγκαλούσε μέσα στα ποιήματά του της πρώτης περιόδου: Αντώνη Μπενάκη, Παύλο Α. Πετρίδη, Γ. Βαλασόπουλο... Σφραγίδα και κορώνα της προσαρμογής του θα είναι η πρόσκληση να παραστεί στους γάμους του εγγονού του Σαλβάγου στα 1926, πρόσκληση που πετυχαίνει με τη μεσολάβηση του Χριστόφορου Νομικού. (6)
Από τη στιγμή που αποφασίζει να προσαρμοστεί, το πραγματικό περιεχόμενο, το περιστασιακό-κοινωνικό, των ποιημάτων της πρώτης καβαφικής περιόδου γίνεται επικίνδυνο. Είναι «τα τρωτά του μέρη». Αυτά θα σκεπάσει με «πανοπλίες». Θα τα σχολιάζει με πολλή περίσκεψη κι αργότερα θ' αποφεύγει να τα σχολιάσει ολότελα. Χαρακτηριστικό είναι πως στο Γ. Λεχωνίτη δεν ανάφερε τίποτε για τα «Τείχη», το «Che fece... il gran rifiuto», το «Περιμένοντας τους βαρβάρους», το «Απιστία», το «Θερμοπύλες», το «Τρώες». Αλλά και τα «Μονοτονία», «Η πόλις» και «Η σατραπεία» τα σχολιάζει μόνο για να τα απαλλάξει από την υποψία μιας γενικευτικής πεσιμιστικής φιλοσοφίας. Μόνο...
. . . . . . . . . . . . . . εμείς οι μυημένοι
γνωρίζουμε για ποιόνα εγράφησαν οι στίχοι.
Οι ανίδεοι Αντιοχείς διαβάζουν, Εμονίδην.

«Τέμεθος Αντιοχεύς· 400 μ.Χ.» (1925)

Πιο καθαρά η αλλαγή φαίνεται στο στυλ που υιοθετεί για να πει μια γνώμη του. Δεν υπάρχει πια εκείνη η ειλικρίνεια και η ευθύτητα που γνωρίσαμε μέσα στα σημειώματα του Φάκελλου Αναστασιάδη ή στα δημοσιευμένα πεζά του. Ο λόγος του κινείται από επιφύλαξη σ' επιφύλαξη. Τυπικός του βηματισμός είναι τώρα το: «Αν και... πλην όμως...». Σ' αυτά, στο φόβο δηλαδή μήπως κάποιος εμβαθύνει στο πραγματικό νόημα των «επικίνδυνων» ποιημάτων του, προστίθεται από τότε κι ο φόβος του σκανδάλου. Οι νέες του συντροφιές, η κοινωνική τάξη με την οποία αποφάσισε επιτέλους να εξισωθεί, δεν έχουν το τακτ και την κατανόηση, δεν αναγνωρίζουν τη σιωπηλή συμφωνία της αμοιβαίας ανοχής των παραλογισμών της σάρκας. Κι ωστόσο η ανάγκη να προβάλει τη δική του έκφανση του ωραίου, να γοητέψει και να καταχτήσει, τον πιέζει... Όλο και πιο ελευθερόστομα εκφράζεται στα νέα ποιήματά του. Προκαλεί τη μοίρα του, αλλά και ξέρει χίλιους τρόπους για ν' αμύνεται. Κι έτσι, αντιφατικός, πολύπλοκος, ευμετάβολος κι απατηλός σαν το γέροντα της αλεξαντρινής θάλασσας, θα περάσει τις Συμπληγάδες της «προσαρμογής».
Ειπώθηκε πολλές φορές, προπαντός από λόγιους της Ελλάδας, πως ο ελληνισμός της Αλεξάντρειας γνώρισε στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα μια περίοδο πνευματικής άνθησης και πως ο Καβάφης ήταν η κορυφή της. Και συμπεραίνουν: Φυσικά, αφού κι ο παροικιακός αστισμός περνούσε τότε μέρες μεγάλης ακμής.
Θα έβγαινα πολύ από τα πλαίσια αυτής της εργασίας, αν δοκίμαζα να κάμω εδώ τον απολογισμό και την αποτίμηση της προσφοράς των χρόνων της «Νέας Ζωής», του «Σεράπειου» και των «Γραμμάτων». Αυτό μόνο θα πω: Τα πνευματικά φαινόμενα δε βαδίζουν πάντοτε παράλληλα με τα οικονομικά. Συμβαίνει να προπορεύονται κι άλλοτε να βραδυπορούν. Τα ποιήματα του Καβάφη, εκείνα που ο ίδιος χώρισε από τα υπόλοιπά του με το σύνορο του 1911, είναι άνθη μιας ιδιόμορφης ακμής, που υπήρξε μισό περίπου αιώνα πριν από την εποχή των περιοδικών. Αυτό, βασικά, εξηγάει και τις τόσες παρερμηνείες τους. Φωτισμένα με τον προβολέα της υποτιθέμενης «ακμής» του 1900-1920 ή με τον άλλο της καβαφικής ποίησης του 1911-1933, της αναμφισβήτητα παρακμαστικής, τα «Τείχη»«Η πόλις», το «Περιμένοντας τους βαρβάρους», το«Θερμοπύλες» κ.α. αποχτούν μια παράξενη, σφιγγώδικη όψη. Όψη που πολλούς γοήτεψε, πολλούς προβλημάτισε και πολλούς ξεγέλασε. Ξανατοποθετημένα όμως μέσα σε μια διαλεκτική προοπτική αχτινοβολούν αλήθεια· ίσως να μην τη λένε όλη, πάντως αυτή που λένε είναι μια αλήθεια θετική. Ελέγχει την κοινωνία της εποχής εκείνης, τη σαπίλα της, τις σκληρότητές της. Είναι μια γερή μαρτυρία, για τη διάλυση μιας κάστας και μιας τάξης.
Σαν παράγοντας πολιτισμού, ο Καβάφης βρισκόταν έξω από την εποχή του· στάθηκε ουδέτερος για τους γύρω του. Μεταχειριζόταν μόνο τα εκδοτικά μέσα και τις πρόθυμες πέννες που ένα παρασιτικό «ξεχείλισμα πλούτου» έβαζε στη διάθεσή του.
Αυτός μόνο είχε βαθειές ρίζες στο παροικιακό παρελθόν. Ήταν το στοιχειό της Αλεξάντρειας του 19ου αιώνα. Όπως ο Γ. Αβέρωφ έδινε την αίσθηση παλαιολιθικού μεγαθήριου στους διαλυμένους αριστοκράτες της εποχής του, κι ο Καβάφης, σκεύος μια πλατύτερης καλλιέργειας και μιας φυλετικής ιδεολογίας, έτσι έπρεπε να φαντάζει στα μάτια των νέων του φίλων της «Νέας Ζωής» και των «Γραμμάτων». Μονάχα που αυτός, με μια πρωτεϊκή ευκινησία, διαρκώς προσαρμοζόταν. Κάποτε του τύχαινε να ξεχαστεί· τότε μιλούσε για την Αλεξάντρεια της «χρυσής εποχής». Μα κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν ενδιαφερόταν να ρωτήσει, να ερευνήσει, να του αποσπάσει περισσότερα. Εκείνων ο νους ήταν προσηλωμένος στα μοντέρνα αισθητικά δόγματα, στον Μαίτερλινγ, το Νίτσε, τον Ουάϊλδ... Και στις ορμές της σάρκας τους. Γι' αυτό κι η περιέργειά τους εντοπίστηκε κυρίως στον αισθησιασμό του Καβάφη, στην ερωτική του ανομοιότητα.
Μερικοί τους αγνόησαν με κάποια δόση ανεμελειάς τα πρώτα πενήντα χρόνια του ποιητή, τα διαβάσματά τους, τις πείρες του, τις απογοητεύσεις του. Πίστεψαν πως ο Καβάφης ήταν μόνο και πάντοτε γέρος· πως άρχισε να υπάρχει σαν άνθρωπος και σαν τεχνίτης από τη στιγμή που τον γνωρίσανε. Άλλοι, στριμωγμένοι στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής από τον «πολιτισμό» του χρηματιστικού κεφαλαίου, που όλα τα κάνει χρεώγραφα και συναλλαγή, ξεσπούσαν -όπως η γενιά του Γκωτιέ με τα κόκκινα γελέκα κι η γενιά του Μαγιακόφσκη με τα κίτρινα πουκάμισα- τρώγοντας μακαρονάδες στα υπόγεια της οδού Αναστάση, σφάζοντας καρπούζια πάνω στην κοιλιά κάποιας δυστυχισμένης, «διαπιστώνοντας τη ζωή», όπως λέγανε, μέσα στα πορνεία. Ήταν οι «Απουάνοι», που εκστρατεύσανε κάποτε να υπερασπίσουν την καβαφική ποίηση «ενάντια στη ρουτίνα» (7). Μα ο Καβάφης δεν πολυερχότανε στα τέτοια. Αυτός ο «εκκεντρικός» -όπως τον χαρακτήρισαν σαν ποιητή και σαν τύπο- συντηρούσε μέσα του το πατρικό πνεύμα του μέτρου, στη γλώσσα, στα εκφραστικά μέσα, στην κοινωνική του συμπεριφορά. Ζητούσε βέβαια το απόλυτο δόσιμο του ποιητή στην τέχνη του, αλλά εννοούσε το ξόδεμα σε βάθος όχι το σκόρπισμα σ' επιφάνεια.
Ρυτιδωμένος από την πείρα, υπολογιστικός, χαριτολόγος κι ερμητικός, αινιγματικός και είρωνας, τυπικικός, ευγενικός ως την υπερβολή -δείγμα κι αυτό της μεγαλοαστικής του υπεροψίας- γλυστρούσε μέσα από τις παγίδες, τα σκώμματα και τις ύβρεις, κολάκευε, υποχωρούσε, συμβιβαζόταν, έκανε το φοβισμένο κι ύστερα γινόταν άγρια θάλασσα, κερδίζοντας τις μέρες, κερδίζοντας τα χρόνια, μ' έναν πια και μοναδικό σκοπό στη ζωή του: να κρατήσει το έργο του, τα Ποιήματά του, πάνω από το τέλμα της μετριότητας, πάνω από τους κινούμενους άμμους της ξεπεσμένης Αλεξάντρειας.»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 
  1. Γ. Σεφέρης, «Κ.Π. Καβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ· παράλληλοι» περ. Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, αρ. 2, Ιούνιος 1947, σελ. 34.
  2. Τ. Μαλάνος, Περί Καβάφη (Συμπληρωματικά σχόλια), Αθήνα 1935, σελ. 56.
  3. «Κρίμα που χάσαμε την Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Θα ήσαν μεγάλα κέντρα και οι Έλληνες λόγιοι θα μπορούσαν να διαθέτουν τα έργα τους!», βλ. Γλαύκος Αλιθέρσης: Το πρόβλημα του Καβάφη, Αλεξάνδρεια 1934, σελ. 63
  4. Φ.Φ. Όδδης, Ελληνικός Διάκοσμος, Αλεξάνδρεια 1911, Άρθρο «Ζαγαζίκιον», σελ. 222.
  5. Γ. Βρισιμιτζάκης, Η Πολιτική του Καβάφη, Αλεξάνδρεια, «Γράμματα» 1926, σελ. 11-14.
  6. Τ. Μαλάνος, Από τα καβαφικά μου τετράδια, Αλεξανδρινή Λογοτεχνία, 1950, σελ. 33.
  7. Τέχνη και Ρουτίνα, φυλλάδα πρώτη, την τύπωσαν οι «Απουάνοι» με τα «Γράμματα», Αλεξάντρεια 1917. Πολεμική εναντίον του Τ. Μαλάνου που κατηγόρησε την ποίηση του Καβάφη. Γράφουν οι: Β. Αθανασόπουλος, Πόλυς Μοδινός, Νίκος Σαντορινιός, Σ. Γιαννακάκης, Πέτρος Αλήτης, Γ. Βρισιμιτζάκης, Α. Σεγκόπουλος. Ο τελευταίος, λιγόλογος, επιφυλαχτικός και δηκτικός, φέρνει την καβαφική νότα στον αλαλαγμό.
Στρατής Τσίρκας - 1958